Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίτονος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περίτρανος
περιτραχήλιον
περιτραχήλιος
περιτρέμω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτρησις
περίτρητος
περιτρηχής
περιτριβής
περιτρίβω
περιτρίζω
περίτριμμα
περίτριπτος
περίτριψις
περιτρομέομαι
View word page
περιτρέω
to tremble round about

ShortDef

to tremble round about

Debugging

Headword:
περιτρέω
Headword (normalized):
περιτρέω
Headword (normalized/stripped):
περιτρεω
IDX:
69392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69393
Key:

Data

{'content': 'to tremble round about'}