Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτόναιον
περιτόναιος
περίτονος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περίτρανος
περιτραχήλιον
περιτραχήλιος
περιτρέμω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτρησις
περίτρητος
περιτρηχής
περιτριβής
περιτρίβω
περιτρίζω
περίτριμμα
περίτριπτος
View word page
περιτρέφω
cause, make to congeal around

ShortDef

cause, make to congeal around

Debugging

Headword:
περιτρέφω
Headword (normalized):
περιτρέφω
Headword (normalized/stripped):
περιτρεφω
IDX:
69390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69391
Key:

Data

{'content': 'cause, make to congeal around'}