Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτομή
περίτομος
περιτόναιον
περιτόναιος
περίτονος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περίτρανος
περιτραχήλιον
περιτραχήλιος
περιτρέμω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτρησις
περίτρητος
περιτρηχής
περιτριβής
περιτρίβω
περιτρίζω
View word page
περιτρέμω
tremble for

ShortDef

tremble for

Debugging

Headword:
περιτρέμω
Headword (normalized):
περιτρέμω
Headword (normalized/stripped):
περιτρεμω
IDX:
69388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69389
Key:

Data

{'content': 'tremble for'}