Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτιταίνω
περιτίτραμαι
περιτίω
περίτμημα
περιτομεύς
περιτομή
περίτομος
περιτόναιον
περιτόναιος
περίτονος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περίτρανος
περιτραχήλιον
περιτραχήλιος
περιτρέμω
περιτρέπω
περιτρέφω
περιτρέχω
περιτρέω
περίτρησις
View word page
περιτοξεύω
to overshoot, outshoot

ShortDef

to overshoot, outshoot

Debugging

Headword:
περιτοξεύω
Headword (normalized):
περιτοξεύω
Headword (normalized/stripped):
περιτοξευω
IDX:
69383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69384
Key:

Data

{'content': 'to overshoot, outshoot'}