Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
Περίτιος
περιτιταίνω
περιτίτραμαι
περιτίω
περίτμημα
περιτομεύς
περιτομή
περίτομος
περιτόναιον
περιτόναιος
περίτονος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περίτρανος
περιτραχήλιον
περιτραχήλιος
περιτρέμω
περιτρέπω
View word page
περίτομος
cut off all round, abrupt, steep
ShortDef
cut off all round, abrupt, steep
Debugging
Headword:
περίτομος
Headword (normalized):
περίτομος
Headword (normalized/stripped):
περιτομος
IDX:
69379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69380
Key:
Data
{'content': 'cut off all round, abrupt, steep'}