Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδροκτόνος
ἀνδρόλαλος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληπτέω
ἀνδροληψία
ἀνδρολήψιον
ἀνδρολογέω
ἀνδρομανέω
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
ἀνδρομάχος
Ἀνδρομέδα
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρομητόν
ἀνδρόμορφος
ἀνδρονομέομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδροποιός
ἀνδρόπορνος
View word page
ἀνδρομάχος
fighting with men

ShortDef

fighting with men

Debugging

Headword:
ἀνδρομάχος
Headword (normalized):
ἀνδρομάχος
Headword (normalized/stripped):
ανδρομαχος
IDX:
6937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6938
Key:

Data

{'content': 'fighting with men'}