Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτιάρα
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
Περίτιος
περιτιταίνω
περιτίτραμαι
περιτίω
περίτμημα
περιτομεύς
περιτομή
περίτομος
περιτόναιον
περιτόναιος
περίτονος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περίτρανος
περιτραχήλιον
περιτραχήλιος
περιτρέμω
View word page
περιτομή
circumcision

ShortDef

circumcision

Debugging

Headword:
περιτομή
Headword (normalized):
περιτομή
Headword (normalized/stripped):
περιτομη
IDX:
69378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69379
Key:

Data

{'content': 'circumcision'}