Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιτήκω
περίτηξις
περιτιάρα
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
Περίτιος
περιτιταίνω
περιτίτραμαι
περιτίω
περίτμημα
περιτομεύς
περιτομή
περίτομος
περιτόναιον
περιτόναιος
περίτονος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περίτρανος
περιτραχήλιον
View word page
περίτμημα
a slice, shaving
ShortDef
a slice, shaving
Debugging
Headword:
περίτμημα
Headword (normalized):
περίτμημα
Headword (normalized/stripped):
περιτμημα
IDX:
69376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69377
Key:
Data
{'content': 'a slice, shaving'}