Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτεχνάομαι
περιτέχνησις
περίτηγμα
περιτήκω
περίτηξις
περιτιάρα
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
Περίτιος
περιτιταίνω
περιτίτραμαι
περιτίω
περίτμημα
περιτομεύς
περιτομή
περίτομος
περιτόναιον
περιτόναιος
περίτονος
περιτοξεύω
View word page
περιτιταίνω
to stretch round about

ShortDef

to stretch round about

Debugging

Headword:
περιτιταίνω
Headword (normalized):
περιτιταίνω
Headword (normalized/stripped):
περιτιταινω
IDX:
69373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69374
Key:

Data

{'content': 'to stretch round about'}