Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτενής
περιτεραμνίζω
περιτέρμων
περιτεχνάομαι
περιτέχνησις
περίτηγμα
περιτήκω
περίτηξις
περιτιάρα
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
Περίτιος
περιτιταίνω
περιτίτραμαι
περιτίω
περίτμημα
περιτομεύς
περιτομή
περίτομος
περιτόναιον
View word page
περιτίλλω
to pluck all round

ShortDef

to pluck all round

Debugging

Headword:
περιτίλλω
Headword (normalized):
περιτίλλω
Headword (normalized/stripped):
περιτιλλω
IDX:
69370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69371
Key:

Data

{'content': 'to pluck all round'}