Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρόλαλος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληπτέω
ἀνδροληψία
ἀνδρολήψιον
ἀνδρολογέω
ἀνδρομανέω
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
ἀνδρομάχος
Ἀνδρομέδα
ἀνδρόμεος
ἀνδρομήκης
ἀνδρομητόν
ἀνδρόμορφος
ἀνδρονομέομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδροποιός
View word page
Ἀνδρομάχη
Andromache
ShortDef
Andromache
Debugging
Headword:
Ἀνδρομάχη
Headword (normalized):
ἀνδρομάχη
Headword (normalized/stripped):
ανδρομαχη
IDX:
6936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6937
Key:
Data
{'content': 'Andromache'}