Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιτειχισμός
περίτειχος
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτένεια
περιτενής
περιτεραμνίζω
περιτέρμων
περιτεχνάομαι
περιτέχνησις
περίτηγμα
περιτήκω
περίτηξις
περιτιάρα
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
Περίτιος
περιτιταίνω
View word page
περιτεχνάομαι
contrive with greatcunning
ShortDef
contrive with greatcunning
Debugging
Headword:
περιτεχνάομαι
Headword (normalized):
περιτεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιτεχναομαι
IDX:
69363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69364
Key:
Data
{'content': 'contrive with greatcunning'}