Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιτείρω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περίτειχος
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτένεια
περιτενής
περιτεραμνίζω
περιτέρμων
περιτεχνάομαι
περιτέχνησις
περίτηγμα
περιτήκω
περίτηξις
περιτιάρα
περιτίθημι
View word page
περιτένεια
tension
ShortDef
tension
Debugging
Headword:
περιτένεια
Headword (normalized):
περιτένεια
Headword (normalized/stripped):
περιτενεια
IDX:
69359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69360
Key:
Data
{'content': 'tension'}