Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιτείνω
περιτείρω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περίτειχος
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτένεια
περιτενής
περιτεραμνίζω
περιτέρμων
περιτεχνάομαι
περιτέχνησις
περίτηγμα
περιτήκω
περίτηξις
περιτιάρα
View word page
περιτέμνω
to cut around, prune, circumcise

ShortDef

to cut around, prune, circumcise

Debugging

Headword:
περιτέμνω
Headword (normalized):
περιτέμνω
Headword (normalized/stripped):
περιτεμνω
IDX:
69358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69359
Key:

Data

{'content': 'to cut around, prune, circumcise'}