Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτείρω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περίτειχος
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτένεια
περιτενής
περιτεραμνίζω
περιτέρμων
περιτεχνάομαι
περιτέχνησις
περίτηγμα
περιτήκω
περίτηξις
View word page
περιτέλλομαι
to go
ShortDef
to go
Debugging
Headword:
περιτέλλομαι
Headword (normalized):
περιτέλλομαι
Headword (normalized/stripped):
περιτελλομαι
IDX:
69357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69358
Key:
Data
{'content': 'to go'}