Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιταρχύομαι
περίτασις
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτείρω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περίτειχος
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτένεια
περιτενής
περιτεραμνίζω
περιτέρμων
περιτεχνάομαι
περιτέχνησις
περίτηγμα
View word page
περιτελέθω
to grow around
ShortDef
to grow around
Debugging
Headword:
περιτελέθω
Headword (normalized):
περιτελέθω
Headword (normalized/stripped):
περιτελεθω
IDX:
69355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69356
Key:
Data
{'content': 'to grow around'}