Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισῴζω
περισωρεύω
περιτάμνομαι
περιταρχύομαι
περίτασις
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτείρω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περίτειχος
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτένεια
περιτενής
περιτεραμνίζω
περιτέρμων
View word page
περιτείχισμα
a wall of circumvallation

ShortDef

a wall of circumvallation

Debugging

Headword:
περιτείχισμα
Headword (normalized):
περιτείχισμα
Headword (normalized/stripped):
περιτειχισμα
IDX:
69352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69353
Key:

Data

{'content': 'a wall of circumvallation'}