Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισχίζω
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
περισχοινισμός
περισῴζω
περισωρεύω
περιτάμνομαι
περιταρχύομαι
περίτασις
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτείρω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περίτειχος
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
View word page
περιταφρεύω
to surround with a trench
ShortDef
to surround with a trench
Debugging
Headword:
περιταφρεύω
Headword (normalized):
περιταφρεύω
Headword (normalized/stripped):
περιταφρευω
IDX:
69347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69348
Key:
Data
{'content': 'to surround with a trench'}