Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίσχεσις
περίσχετος
περισχιδής
περισχίζω
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
περισχοινισμός
περισῴζω
περισωρεύω
περιτάμνομαι
περιταρχύομαι
περίτασις
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτείρω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περίτειχος
View word page
περιτάμνομαι
cut off

ShortDef

cut off

Debugging

Headword:
περιτάμνομαι
Headword (normalized):
περιτάμνομαι
Headword (normalized/stripped):
περιταμνομαι
IDX:
69344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69345
Key:

Data

{'content': 'cut off'}