Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισφύριος
περισφυρίς
περίσχεσις
περίσχετος
περισχιδής
περισχίζω
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
περισχοινισμός
περισῴζω
περισωρεύω
περιτάμνομαι
περιταρχύομαι
περίτασις
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτείρω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
View word page
περισῴζω
to save alive, to save from death

ShortDef

to save alive, to save from death

Debugging

Headword:
περισῴζω
Headword (normalized):
περισῴζω
Headword (normalized/stripped):
περισωζω
IDX:
69342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69343
Key:

Data

{'content': 'to save alive, to save from death'}