Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίσφιγξις
περισφραγισμός
περισφύριον
περισφύριος
περισφυρίς
περίσχεσις
περίσχετος
περισχιδής
περισχίζω
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
περισχοινισμός
περισῴζω
περισωρεύω
περιτάμνομαι
περιταρχύομαι
περίτασις
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτείρω
View word page
περισχοινίζω
to part off by a rope

ShortDef

to part off by a rope

Debugging

Headword:
περισχοινίζω
Headword (normalized):
περισχοινίζω
Headword (normalized/stripped):
περισχοινιζω
IDX:
69339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69340
Key:

Data

{'content': 'to part off by a rope'}