Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισφίγγω
περίσφιγξις
περισφραγισμός
περισφύριον
περισφύριος
περισφυρίς
περίσχεσις
περίσχετος
περισχιδής
περισχίζω
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
περισχοινισμός
περισῴζω
περισωρεύω
περιτάμνομαι
περιταρχύομαι
περίτασις
περιταφρεύω
περιτείνω
View word page
περισχισμός
division, fission

ShortDef

division, fission

Debugging

Headword:
περισχισμός
Headword (normalized):
περισχισμός
Headword (normalized/stripped):
περισχισμος
IDX:
69338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69339
Key:

Data

{'content': 'division, fission'}