Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισφηκόω
περισφίγγω
περίσφιγξις
περισφραγισμός
περισφύριον
περισφύριος
περισφυρίς
περίσχεσις
περίσχετος
περισχιδής
περισχίζω
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
περισχοινισμός
περισῴζω
περισωρεύω
περιτάμνομαι
περιταρχύομαι
περίτασις
περιταφρεύω
View word page
περισχίζω
to slit and tear off

ShortDef

to slit and tear off

Debugging

Headword:
περισχίζω
Headword (normalized):
περισχίζω
Headword (normalized/stripped):
περισχιζω
IDX:
69337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69338
Key:

Data

{'content': 'to slit and tear off'}