Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισφάλλω
περίσφαλσις
περισφαραγέω
περισφηκόω
περισφίγγω
περίσφιγξις
περισφραγισμός
περισφύριον
περισφύριος
περισφυρίς
περίσχεσις
περίσχετος
περισχιδής
περισχίζω
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
περισχοινισμός
περισῴζω
περισωρεύω
περιτάμνομαι
View word page
περίσχεσις
surrounding
ShortDef
surrounding
Debugging
Headword:
περίσχεσις
Headword (normalized):
περίσχεσις
Headword (normalized/stripped):
περισχεσις
IDX:
69334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69335
Key:
Data
{'content': 'surrounding'}