Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισφάλεια
περισφαλής
περισφάλλω
περίσφαλσις
περισφαραγέω
περισφηκόω
περισφίγγω
περίσφιγξις
περισφραγισμός
περισφύριον
περισφύριος
περισφυρίς
περίσχεσις
περίσχετος
περισχιδής
περισχίζω
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
περισχοινισμός
περισῴζω
View word page
περισφύριος
round the ankle

ShortDef

round the ankle

Debugging

Headword:
περισφύριος
Headword (normalized):
περισφύριος
Headword (normalized/stripped):
περισφυριος
IDX:
69332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69333
Key:

Data

{'content': 'round the ankle'}