Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισφαλάω
περισφάλεια
περισφαλής
περισφάλλω
περίσφαλσις
περισφαραγέω
περισφηκόω
περισφίγγω
περίσφιγξις
περισφραγισμός
περισφύριον
περισφύριος
περισφυρίς
περίσχεσις
περίσχετος
περισχιδής
περισχίζω
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
περισχοινισμός
View word page
περισφύριον
a band for the ankle, anklet
ShortDef
a band for the ankle, anklet
Debugging
Headword:
περισφύριον
Headword (normalized):
περισφύριον
Headword (normalized/stripped):
περισφυριον
IDX:
69331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69332
Key:
Data
{'content': 'a band for the ankle, anklet'}