Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περισύρω
περισφαλάω
περισφάλεια
περισφαλής
περισφάλλω
περίσφαλσις
περισφαραγέω
περισφηκόω
περισφίγγω
περίσφιγξις
περισφραγισμός
περισφύριον
περισφύριος
περισφυρίς
περίσχεσις
περίσχετος
περισχιδής
περισχίζω
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
View word page
περισφραγισμός
birthmark
ShortDef
birthmark
Debugging
Headword:
περισφραγισμός
Headword (normalized):
περισφραγισμός
Headword (normalized/stripped):
περισφραγισμος
IDX:
69330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69331
Key:
Data
{'content': 'birthmark'}