Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισυνίσταμαι
περίσυνος
περισυρίττω
περίσυρμα
περισυρμός
περισύρω
περισφαλάω
περισφάλεια
περισφαλής
περισφάλλω
περίσφαλσις
περισφαραγέω
περισφηκόω
περισφίγγω
περίσφιγξις
περισφραγισμός
περισφύριον
περισφύριος
περισφυρίς
περίσχεσις
περίσχετος
View word page
περίσφαλσις
causing to slip round

ShortDef

causing to slip round

Debugging

Headword:
περίσφαλσις
Headword (normalized):
περίσφαλσις
Headword (normalized/stripped):
περισφαλσις
IDX:
69325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69326
Key:

Data

{'content': 'causing to slip round'}