Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περισυνάγω
περισυνίσταμαι
περίσυνος
περισυρίττω
περίσυρμα
περισυρμός
περισύρω
περισφαλάω
περισφάλεια
περισφαλής
περισφάλλω
περίσφαλσις
περισφαραγέω
περισφηκόω
περισφίγγω
περίσφιγξις
περισφραγισμός
περισφύριον
περισφύριος
περισφυρίς
περίσχεσις
View word page
περισφάλλω
cause to slip about

ShortDef

cause to slip about

Debugging

Headword:
περισφάλλω
Headword (normalized):
περισφάλλω
Headword (normalized/stripped):
περισφαλλω
IDX:
69324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69325
Key:

Data

{'content': 'cause to slip about'}