Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστύφω
περισυγκαταλαμβάνομαι
περισυλάω
περισυμπλέκω
περισυνάγω
περισυνίσταμαι
περίσυνος
περισυρίττω
περίσυρμα
περισυρμός
περισύρω
περισφαλάω
περισφάλεια
περισφαλής
περισφάλλω
περίσφαλσις
περισφαραγέω
περισφηκόω
περισφίγγω
περίσφιγξις
περισφραγισμός
View word page
περισύρω
to drag about

ShortDef

to drag about

Debugging

Headword:
περισύρω
Headword (normalized):
περισύρω
Headword (normalized/stripped):
περισυρω
IDX:
69320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69321
Key:

Data

{'content': 'to drag about'}