Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιστυφελίζομαι
περιστύφω
περισυγκαταλαμβάνομαι
περισυλάω
περισυμπλέκω
περισυνάγω
περισυνίσταμαι
περίσυνος
περισυρίττω
περίσυρμα
περισυρμός
περισύρω
περισφαλάω
περισφάλεια
περισφαλής
περισφάλλω
περίσφαλσις
περισφαραγέω
περισφηκόω
περισφίγγω
περίσφιγξις
View word page
περισυρμός
drawing
ShortDef
drawing
Debugging
Headword:
περισυρμός
Headword (normalized):
περισυρμός
Headword (normalized/stripped):
περισυρμος
IDX:
69319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69320
Key:
Data
{'content': 'drawing'}