Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίστυλος
περιστυφελίζομαι
περιστύφω
περισυγκαταλαμβάνομαι
περισυλάω
περισυμπλέκω
περισυνάγω
περισυνίσταμαι
περίσυνος
περισυρίττω
περίσυρμα
περισυρμός
περισύρω
περισφαλάω
περισφάλεια
περισφαλής
περισφάλλω
περίσφαλσις
περισφαραγέω
περισφηκόω
περισφίγγω
View word page
περίσυρμα
mockery
ShortDef
mockery
Debugging
Headword:
περίσυρμα
Headword (normalized):
περίσυρμα
Headword (normalized/stripped):
περισυρμα
IDX:
69318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69319
Key:
Data
{'content': 'mockery'}