Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστρωφάω
περίστυλον
περίστυλος
περιστυφελίζομαι
περιστύφω
περισυγκαταλαμβάνομαι
περισυλάω
περισυμπλέκω
περισυνάγω
περισυνίσταμαι
περίσυνος
περισυρίττω
περίσυρμα
περισυρμός
περισύρω
περισφαλάω
περισφάλεια
περισφαλής
περισφάλλω
περίσφαλσις
περισφαραγέω
View word page
περίσυνος
adjacent

ShortDef

adjacent

Debugging

Headword:
περίσυνος
Headword (normalized):
περίσυνος
Headword (normalized/stripped):
περισυνος
IDX:
69316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69317
Key:

Data

{'content': 'adjacent'}