Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίστροφος
περίστρωμα
περιστρωφάω
περίστυλον
περίστυλος
περιστυφελίζομαι
περιστύφω
περισυγκαταλαμβάνομαι
περισυλάω
περισυμπλέκω
περισυνάγω
περισυνίσταμαι
περίσυνος
περισυρίττω
περίσυρμα
περισυρμός
περισύρω
περισφαλάω
περισφάλεια
περισφαλής
περισφάλλω
View word page
περισυνάγω
collected from all round

ShortDef

collected from all round

Debugging

Headword:
περισυνάγω
Headword (normalized):
περισυνάγω
Headword (normalized/stripped):
περισυναγω
IDX:
69314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69315
Key:

Data

{'content': 'collected from all round'}