Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστροφίς
περίστροφος
περίστρωμα
περιστρωφάω
περίστυλον
περίστυλος
περιστυφελίζομαι
περιστύφω
περισυγκαταλαμβάνομαι
περισυλάω
περισυμπλέκω
περισυνάγω
περισυνίσταμαι
περίσυνος
περισυρίττω
περίσυρμα
περισυρμός
περισύρω
περισφαλάω
περισφάλεια
περισφαλής
View word page
περισυμπλέκω
to be wound round

ShortDef

to be wound round

Debugging

Headword:
περισυμπλέκω
Headword (normalized):
περισυμπλέκω
Headword (normalized/stripped):
περισυμπλεκω
IDX:
69313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69314
Key:

Data

{'content': 'to be wound round'}