Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιστομίς
περίστομος
περιστοναχέω
περιστορέννυμι
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροβέω
περιστρόγγυλος
περιστροφάδην
περιστροφή
περιστροφίς
περίστροφος
περίστρωμα
περιστρωφάω
περίστυλον
περίστυλος
περιστυφελίζομαι
περιστύφω
περισυγκαταλαμβάνομαι
περισυλάω
περισυμπλέκω
View word page
περιστροφίς
wooden implement that is turned round, strickle
ShortDef
wooden implement that is turned round, strickle
Debugging
Headword:
περιστροφίς
Headword (normalized):
περιστροφίς
Headword (normalized/stripped):
περιστροφις
IDX:
69303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69304
Key:
Data
{'content': 'wooden implement that is turned round, strickle'}