Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστολή
περιστολίζομαι
περιστόμιον
περιστόμιος
περιστομίς
περίστομος
περιστοναχέω
περιστορέννυμι
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροβέω
περιστρόγγυλος
περιστροφάδην
περιστροφή
περιστροφίς
περίστροφος
περίστρωμα
περιστρωφάω
περίστυλον
περίστυλος
περιστυφελίζομαι
View word page
περιστροβέω
cause to revolve

ShortDef

cause to revolve

Debugging

Headword:
περιστροβέω
Headword (normalized):
περιστροβέω
Headword (normalized/stripped):
περιστροβεω
IDX:
69299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69300
Key:

Data

{'content': 'cause to revolve'}