Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίστοιχος
περιστολάδην
περιστολή
περιστολίζομαι
περιστόμιον
περιστόμιος
περιστομίς
περίστομος
περιστοναχέω
περιστορέννυμι
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροβέω
περιστρόγγυλος
περιστροφάδην
περιστροφή
περιστροφίς
περίστροφος
περίστρωμα
περιστρωφάω
περίστυλον
View word page
περιστρατοπεδεύω
encamp about, invest, besiege
ShortDef
encamp about, invest, besiege
Debugging
Headword:
περιστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
περιστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
περιστρατοπεδευω
IDX:
69297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69298
Key:
Data
{'content': 'encamp about, invest, besiege'}