Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστιχάω
περίστιχες
περιστιχίζω
περιστλεγγίζω
περιστοιχέω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστολάδην
περιστολή
περιστολίζομαι
περιστόμιον
περιστόμιος
περιστομίς
περίστομος
περιστοναχέω
περιστορέννυμι
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροβέω
περιστρόγγυλος
περιστροφάδην
View word page
περιστόμιον
mouth of a vessel

ShortDef

mouth of a vessel

Debugging

Headword:
περιστόμιον
Headword (normalized):
περιστόμιον
Headword (normalized/stripped):
περιστομιον
IDX:
69291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69292
Key:

Data

{'content': 'mouth of a vessel'}