Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστίλβω
περιστιχάω
περίστιχες
περιστιχίζω
περιστλεγγίζω
περιστοιχέω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστολάδην
περιστολή
περιστολίζομαι
περιστόμιον
περιστόμιος
περιστομίς
περίστομος
περιστοναχέω
περιστορέννυμι
περιστρατοπεδεύω
περιστρέφω
περιστροβέω
περιστρόγγυλος
View word page
περιστολίζομαι
wrap oneself up

ShortDef

wrap oneself up

Debugging

Headword:
περιστολίζομαι
Headword (normalized):
περιστολίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιστολιζομαι
IDX:
69290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69291
Key:

Data

{'content': 'wrap oneself up'}