Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδροκμής
ἀνδρόκμητος
ἀνδροκόβαλος
ἀνδροκοιτέω
ἀνδροκόρινθος
ἀνδροκτασία
ἀνδροκτασίη
ἀνδροκτονεῖον
ἀνδροκτονέω
ἀνδροκτόνος
ἀνδρόλαλος
ἀνδρολέτειρα
ἀνδροληπτέω
ἀνδροληψία
ἀνδρολήψιον
ἀνδρολογέω
ἀνδρομανέω
ἀνδρομανής
Ἀνδρομάχη
ἀνδρομάχος
Ἀνδρομέδα
View word page
ἀνδρόλαλος
gossiping about men

ShortDef

gossiping about men

Debugging

Headword:
ἀνδρόλαλος
Headword (normalized):
ἀνδρόλαλος
Headword (normalized/stripped):
ανδρολαλος
IDX:
6928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6929
Key:

Data

{'content': 'gossiping about men'}