Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστίαρχος
περιστιγής
περιστίζω
περίστικτος
περιστίλβω
περιστιχάω
περίστιχες
περιστιχίζω
περιστλεγγίζω
περιστοιχέω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστολάδην
περιστολή
περιστολίζομαι
περιστόμιον
περιστόμιος
περιστομίς
περίστομος
περιστοναχέω
περιστορέννυμι
View word page
περιστοιχίζω
surround as with toils

ShortDef

surround as with toils

Debugging

Headword:
περιστοιχίζω
Headword (normalized):
περιστοιχίζω
Headword (normalized/stripped):
περιστοιχιζω
IDX:
69286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69287
Key:

Data

{'content': 'surround as with toils'}