Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίστια
περιστίαρχος
περιστιγής
περιστίζω
περίστικτος
περιστίλβω
περιστιχάω
περίστιχες
περιστιχίζω
περιστλεγγίζω
περιστοιχέω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστολάδην
περιστολή
περιστολίζομαι
περιστόμιον
περιστόμιος
περιστομίς
περίστομος
περιστοναχέω
View word page
περιστοιχέω
comprehend within limits

ShortDef

comprehend within limits

Debugging

Headword:
περιστοιχέω
Headword (normalized):
περιστοιχέω
Headword (normalized/stripped):
περιστοιχεω
IDX:
69285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69286
Key:

Data

{'content': 'comprehend within limits'}