Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστήθιον
περιστηλόομαι
περιστηρίζω
περίστια
περιστίαρχος
περιστιγής
περιστίζω
περίστικτος
περιστίλβω
περιστιχάω
περίστιχες
περιστιχίζω
περιστλεγγίζω
περιστοιχέω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστολάδην
περιστολή
περιστολίζομαι
περιστόμιον
περιστόμιος
View word page
περίστιχες
placed round in a row

ShortDef

placed round in a row

Debugging

Headword:
περίστιχες
Headword (normalized):
περίστιχες
Headword (normalized/stripped):
περιστιχες
IDX:
69282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69283
Key:

Data

{'content': 'placed round in a row'}