Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
περιστηλόομαι
περιστηρίζω
περίστια
περιστίαρχος
περιστιγής
περιστίζω
περίστικτος
περιστίλβω
περιστιχάω
περίστιχες
περιστιχίζω
περιστλεγγίζω
περιστοιχέω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστολάδην
περιστολή
View word page
περίστικτος
dappled

ShortDef

dappled

Debugging

Headword:
περίστικτος
Headword (normalized):
περίστικτος
Headword (normalized/stripped):
περιστικτος
IDX:
69279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69280
Key:

Data

{'content': 'dappled'}