Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
περιστηλόομαι
περιστηρίζω
περίστια
περιστίαρχος
περιστιγής
περιστίζω
περίστικτος
περιστίλβω
περιστιχάω
περίστιχες
περιστιχίζω
περιστλεγγίζω
περιστοιχέω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστολάδην
View word page
περιστίζω
to prick

ShortDef

to prick

Debugging

Headword:
περιστίζω
Headword (normalized):
περιστίζω
Headword (normalized/stripped):
περιστιζω
IDX:
69278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69279
Key:

Data

{'content': 'to prick'}