Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιστεροτρόφος
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
περιστηλόομαι
περιστηρίζω
περίστια
περιστίαρχος
περιστιγής
περιστίζω
περίστικτος
περιστίλβω
περιστιχάω
περίστιχες
περιστιχίζω
περιστλεγγίζω
περιστοιχέω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
View word page
περιστιγής
spotted all over, variegated
ShortDef
spotted all over, variegated
Debugging
Headword:
περιστιγής
Headword (normalized):
περιστιγής
Headword (normalized/stripped):
περιστιγης
IDX:
69277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69278
Key:
Data
{'content': 'spotted all over, variegated'}