Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιστεροτροφεῖον
περιστεροτρόφος
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
περιστηλόομαι
περιστηρίζω
περίστια
περιστίαρχος
περιστιγής
περιστίζω
περίστικτος
περιστίλβω
περιστιχάω
περίστιχες
περιστιχίζω
περιστλεγγίζω
περιστοιχέω
περιστοιχίζω
View word page
περιστίαρχος
one who offers the περίστια, sacrifice of a pig at the assembly
ShortDef
one who offers the περίστια, sacrifice of a pig at the assembly
Debugging
Headword:
περιστίαρχος
Headword (normalized):
περιστίαρχος
Headword (normalized/stripped):
περιστιαρχος
IDX:
69276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69277
Key:
Data
{'content': 'one who offers the περίστια, sacrifice of a pig at the assembly'}