Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστεροτροφεῖον
περιστεροτρόφος
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
περιστηλόομαι
περιστηρίζω
περίστια
περιστίαρχος
περιστιγής
περιστίζω
περίστικτος
περιστίλβω
περιστιχάω
περίστιχες
περιστιχίζω
View word page
περιστηλόομαι
to be set up as στῆλαι round about
ShortDef
to be set up as στῆλαι round about
Debugging
Headword:
περιστηλόομαι
Headword (normalized):
περιστηλόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιστηλοομαι
IDX:
69273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69274
Key:
Data
{'content': 'to be set up as στῆλαι round about'}