Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστεροτροφεῖον
περιστεροτρόφος
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
περιστηλόομαι
περιστηρίζω
περίστια
περιστίαρχος
περιστιγής
περιστίζω
περίστικτος
περιστίλβω
View word page
περιστεφής
wreathed, crowned

ShortDef

wreathed, crowned

Debugging

Headword:
περιστεφής
Headword (normalized):
περιστεφής
Headword (normalized/stripped):
περιστεφης
IDX:
69270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69271
Key:

Data

{'content': 'wreathed, crowned'}